σάκα

σάκα
η
1. μαθητική τσάντα: Δερμάτινη σάκα.
2. σακίδιο: Σάκα κυνηγιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σάκα — σάκᾱ , σάκας pudenda muliebria masc nom/voc/acc dual σάκας pudenda muliebria masc voc sg σάκᾱ , σάκας pudenda muliebria masc gen sg (doric aeolic) σάκας pudenda muliebria masc nom sg (epic) σάκᾱ , σάκος coarse cloth of hair neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάκᾳ — σάκαι , σάκας pudenda muliebria masc nom/voc pl σάκᾱͅ , σάκας pudenda muliebria masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάκα — η, Ν 1. πλαστική, δερμάτινη ή υφασμάτινη τσάντα στην οποία τοποθετούν οι μαθητές τα βιβλία, τα τετράδια και, γενικά, όλα τα απαραίτητα για το σχολείο 2. μικρός κυνηγετικός σάκος ή σακίδιο 3. τσάντα στην οποία τοποθετούνται διάφορα έγγραφα, ο… …   Dictionary of Greek

  • Σάκᾳ — Σάκαι , Σάκαι masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάκας — σάκᾱς , σάκας pudenda muliebria masc acc pl σάκᾱς , σάκας pudenda muliebria masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάκαν — σάκᾱν , σάκας pudenda muliebria masc acc sg (epic doric aeolic) σάκας pudenda muliebria masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάκας — Σάκᾱς , Σάκαι masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιακουτία — Παλαιότερη ονομασία της αυτόνομης Δημοκρατίας Σάκα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Βλ. λ. Σάκα, Αυτόνομη Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • Σπίτσβεγκ, Κορλ — (Spitzweg). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης (1808 1885). Ήταν αυτοδίδακτος. Τα περισσότερα έργα του τα εμπνεύστηκε από την καθημερινή ζωή των κατοίκων της πόλης και διάφορα ειδυλλιακά τοπία. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι το λεπτό χιούμορ και η… …   Dictionary of Greek

  • Τσάγγα — οι, Ν εθνολ. λαός που μιλά μια γλώσσα Μπάντου και ζει στις εύφορες νότιες πλαγιές τού όρους Κιλιμάντζαρο στη βόρεια Τανζανία, αλλ. Σάκα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”